ζάδηλος — ον (Α) 1. (αιολ. τ.) βλ. διάδηλος 2. (για ιστίο) γεμάτο τρύπες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + δήλος. Με τη δεύτερη σημασία η λ. αποτελεί επίθ. τού λαίφος «ξεφτισμένο ύφασμα»] … Dictionary of Greek
ζάδηλον — ζάδηλος with holes in it masc/fem acc sg ζάδηλος with holes in it neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζα — (I) ζά (Α) (αιολ. τ. τής πρόθ. διά) 1. σπάνια χρησιμοποιείται ως πρόθ. (α. «ζὰ τὰν σὰν ἰδέαν», Θεόκρ. β. «ζὰ νυκτός», Ιω. Γραμματ.) 2. συνηθέστερα ως α συνθετ. στα αιολ. σύνθετα ζαβάλλω, ζάβατος, ζάδηλος κ.λπ. αντί διαβάλλω, διάβατος, διάδηλος… … Dictionary of Greek
ζα- — επιτατικό πρόθεμα ονομάτων τής Αρχαίας Ελληνικής («ζάπλουτος» πολύ πλούσιος, πάμπλουτος). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζα. ΣΥΝΘ. ζάπλουτος αρχ. ζάβατος, ζάδηλος, ζαής, ζάθεος, ζαθερής, ζάκοτος, ζακρυόεις, ζάλευκος, ζαμένης, ζαπληθής, ζατρεφής, ζαφλεγής,… … Dictionary of Greek